- Ἔρεβόσδε
- Ερεβόσδε, Adv.A to or into Erebos, Od.20.356.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἔρεβοσδε — Ἔρεβόσδε , Ἔρεβόσδε indeclform (adverb) Ἔρεβόσδε , Ἔρεβος Erebos indeclform geog̱name (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεβόσδε — ἐρεβόσδε (επικ. τ.) (Α) επίρρ. προς το σκοτάδι, στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + δε (κατάληξη που δηλώνει προς τόπον κίνηση, πρβλ. οίκαδε)] … Dictionary of Greek